κωδίκιλλος

κωδίκιλλος
κωδίκιλλος, ὁ (Α)
βλ. κωδίκελλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωδίκελλος — ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος) διάταξη τελευταίας βούλησης τού διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic illus, υποκορ. τού codex «δέλτος»] …   Dictionary of Greek

  • κωδικίλλιον — κωδικίλλιον, τὸ (Μ) [κωδίκιλλος] ειδικό έγγραφο με το οποίο επικυρώνονταν προνόμια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”